Μακάβριες ιστορίες

Περιγραφή
Είναι πολύ πιθανό να σκεφτούν οι αναγνώστες των ιστοριών που ακολουθούν πως ό,τι θα διαβάσουν βρίσκονται στο πλαίσιο μιας πιθανής ψυχαγωγικής ανάγνωσης, να είναι αποκυήματα κάποιας νοσηρής φαντασίας. Στις σκέψεις αυτές ο συγγραφέας του παρόντος δεν πρόκειται να προβάλει αντίλογο, σε όλους εκείνους που τυχόν σκέπτονται έτσι, αφού η χρονική απόσταση που με χωρίζει από τα τεκταινόμενα απέχει… αιώνες!
… Για όλες αυτές τις βασανιστικές περιπέτειες που τεχνηέντως ξεχάστηκαν από τους μεγαλύτερους στα χρόνια, που πέρασαν στα χρονοντούλαπα της ιστορίας και της πολιτικής λήθης, ευθύνονται κάποιοι εποχιακοί ή όλοι οι πολιτικοί. Αυτή είναι, θα σκεφτόσασταν πρωτίστως, μια αρχική σκέψη. Είναι όμως έτσι; Εδώ δεν επιχειρείται η απόσειση ευθύνης από τους πολιτικούς, πολιτευόμενους ή τους πολιτευτές για τα δεινά του μέσου Έλληνα των προ και μεταπολεμικών δεκαετιών, αλλά και εάν αυτό το επιχειρούσα θα ήταν μια προσωπική άποψη ή μια παραχάραξη της ιστορίας που αναδύθηκε μέσα από τα γεγονότα. Αισθάνομαι την ανάγκη να αναφέρω ότι υπάρχει μια συλλογική ευθύνη που πέραν των πολιτικών, κυρίως της αριστεράς, και στους καλλιτέχνες που επιχειρούσαν κι επιχειρούν ακόμη να ωραιοποιήσουν το δράμα της μεσαίας μόρφωσης Έλληνα κοινωνικού ανθρώπου, πασπαλίζοντας την κάθε εποχιακή ιστορική μετάβαση με γλυκάτζες, από τα παλαιά έπη, με… “ηρωικά εμβατήρια” και με τον… “Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας” ενώ τα φανταράκια πέθαιναν ή ακρωτηριάζονταν από το κρύο, με τα… “ηρωικά και πένθιμα εμβατήρια των νεκρών αδελφών μας” και τα… “τώρα τους θάβουνε βαθειά και βρέχει”, τα… “κατά σαδουκαίων” και τα… “αντισταθείτε” των ποιητών της μετα-τραυματικής γενιάς!
Αυτά από την μια μεριά. Κι’ από την άλλη… “εκεί ψηλά στον Υμηττό, υπάρχει κάποιο μυστικό”, με το… “κυπαρισσάκι είν’ αψηλό” και τ’ άλλα πολλά στιχουργήματα των ποιητάδων/ στιχουργών της οδού Σταδίου στις δεκαετίες του 1950 και 1960, συν το παιχνίδι της αριστεράς με το “λήθη στο παρελθόν…”
Έτσι, με αυτά κι αυτά παίχτηκε ένα αισχρό παιχνίδι αποστασιοποίησης από την ζώσα κοινωνία ενώ τα χρόνια περνούσαν και η λήθη κατέτρωγε τις μνήμες και την επακόλουθη οργή.
Οι ως ένα σημείο αποκλειστικά δικές μου εμπειρίες και ιστορίες, ταυτίζονται με αρκετούς άλλους που επέζησαν στα απροσδόκητα συμβάντα μιας εποχής, μέχρι των ημερών μας, οι οποίοι μετά το κοπιαστικό φόρτο της ζωής τους σταδιακά αποδεκατίζονται. Και δεν είναι μόνο ποιητές που τα χειρόγραφά τους τσαλαπατήθηκαν ή έφαγαν χαστούκια δημοσίως γιατί τόλμησαν να αποδεσμευτούν από τις συμπεριφορές της πρώην δημόσιας ιδεολογίας τους, όταν επιχείρησαν να μας τις κοινωνήσουν ως λογοτεχνία, ή απομονώθηκαν κι αυτοεξορίστηκαν ή και αυτοκτόνησαν ή που έζησαν και πέθαναν από το κρύο σε γυμνά υπόγεια… είναι και οντότητες που αγόμενοι και φερόμενοι είχαν το δικαίωμα της ελεύθερης βούλησης των κινήσεών τους αλλά και των εκφράσεών τους… […]
(απόπειρα εισαγωγής στο θέμα από τον Λεωνίδα Χρηστάκη)Δοκιμιογράφος, εκδότης, επιμελητής εκδόσεων, λογοτέχνης, μεταφραστής, ζωγράφος ο Λεωνίδας Χρηστάκης γεννήθηκε το 1928 στη Θεσσαλονίκη και πέθανε στην Αθήνα τον Απρίλιο του 2009. Απόφοιτος της Παιδαγωγικής Ακαδημίας και της Σχολής Καλών Τεχνών. Στην Κατοχή πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση, ενώ με τη χούντα φυλακίστηκε. Από το 1958 συνεργάστηκε ως ελεύθερος ρεπόρτερ με τα “Νέα” με τον Κώστα Νίτσο και τις “Εικόνες”. Ως εικαστικός καλλιτέχνης είχε φτιάξει χίλια πορτρέτα, “από την πλατεία Βάθης μέχρι τη Μονή Πετράκη”, όπως έλεγε ο ίδιος. Από τη δεκαετία του 1950 εξέδωσε τα περιοδικά “Κούρος”, “Panderma” και “Ιδεοδρόμιο” και συνεργάστηκε με τα περιοδικά “Πάλι” και “Σήμα”. Μελέτησε και παρουσίασε στο αναγνωνιστικό κοινό τις ζωές πολλών δημιουργών, Ελλήνων και ξένων.

Συγγραφέας: Χρηστάκης Λεωνίδας 1928-2009
Εκδότης: Τυφλόμυγα
Έτος έκδοσης: 2012
ISBN: 960-6875-17-2
Σελίδες: 79
Σχήμα: 21χ15
Κατηγορίες: Νεοελληνική πεζογραφία – Προσωπικές αφηγήσεις, Προσωπικές αφηγήσεις – Μαρτυρίες, Ελλάς – Ιστορία – Κατοχή – Μαρτυρίες

Τιμή σε ιστοσελίδες: 5.15 €