Λες και ήταν χθες…

Περιγραφή

Εκεί στα τέλη του μήνα είναι που θυμούμαι κάποια λαμπερά Σαββατιάτικα απογεύματα κι αναστενάζω… Τότε που η μέρα σκουντούσε τη νύχτα και δεν την άφηνε να βγει πίσω από το μελιτζανί το παραβάν της. Τότε που κι η θάλασσα στ’ ανατολικά δεν ξεχώριζε πια από τα βουνά της Μικρασίας και τον ουρανό. Τότε που οι καμπάνες του εσπερινού έστελναν μελαγχολικές νότες και στο θυμιατό, τ’ ακουμπισμένο στο πεζούλι της βεράντας, «χώνευε» το καρβουνάκι και το θυμίαμα κι ευώδιαζε γύρω ο τόπος σαν ιερό εκκλησιάς και σαν οντάς χανούμισσας. Τότε που τα πουλάκια, τιτιβίζοντας εκκωφαντικά, κρύβονταν στα κλαδιά της εκατοχρονίτισσας τσικουδιάς για να κοιμηθούν κι ο πετεινός μ’ επίμονα κακαρίσματα, επιδεικτικά, μάζευε το χαρέμι του στο κοτέτσι. Σ’ εκείνα τα γλυκά ειδυλλιακά απογεύματα, που τα δάκρια του σκίνου, σαν διαμαντόπετρες διάφανα και πολύτιμα, σκλήραιναν από τη βραδινή δροσιά και το καραφάκι με το ούζο του παππού πάγωνε μέσα στη φουντάνα, εκείνη την ευλογημένη ώρα έπαιρναν οι γυναίκες τις παγκέτες, τις κουβαλούσαν ως «όξω στις ελιές», όπου το χωραφάκι έκαμνε μια σκάλα σα φυσικό μπαλκόνι, για να κάτσουν ν’ αγναντέψουν το πέλαγος, το λιμάνι και τη Χώρα. Εκεί κάθιζαν οι γυναίκες στη σειρά, πάνω στα κεντητά μαξιλαράκια με τα κρόσσια και ρέμβαζαν νωχελικά. Δεν τις θυμούμαι να δουλεύουν ποτέ τα Σαββατόβραδα, μήτε να πλέκουν, ούτε να κεντούν ή να μπαλώνουν, όπως τις άλλες μέρες που δεν σήκωναν τα μάτια τους από τη δουλειά ως να σκοτεινιάσει. Κάθονταν μόνο κι απολάμβαναν την τόση ομορφιά που τις αγκάλιαζε, αφήνοντας τη γλύκα της ώρας εκείνης να τις χαλαρώνει κι έτσι απαλά, καθώς το σούρουπο τύλιγε αργά μα σταθερά την πλάση, άφηναν να τις αγγίζει σαν ρίγος και σαν ηδονή η μακαριότητα και… μια μελαγχολία…! Έλεγαν μόνο λέξεις αραιές, σε τόνους χαμηλούς, ανάμεσα σε μικρούς σιγανούς αναστεναγμούς, ανακλαδίσματα και χασμουρητά κι ήταν σαν όλα τα προβλήματα να ‘ταν λυμένα, όλη η ένταση κι η κούραση της μέρας να ήταν πια παρελθόν και τ’ αύριο πολύ μακριά ακόμη για να τις αγχώνει. Αχ… Εκείνα τ’ απόβραδα του Μάρτη «όξω στις ελιές»! Με τη δροσερή αύρα να χαϊδεύει απαλούς λαιμούς και κατάλευκα μπράτσα, ανάμεσα στα βατιστένια γιακαδάκια και τ’ ανασηκωμένα μανίκια. Με το τραγούδι των τριζονιών να νανουρίζει τις πλανταγμένες ψυχές σαν ερωτικό κάλεσμα και μ’ εκείνο το μαγικό φίλτρο, που ‘καμνε το δειλινό παραμυθένιο, να δρα καταλυτικά στο μυαλό και στο σώμα σαν ναρκωτικό και σαν μέθη, τόσο που ν’ αφήνονται και να παραδίνονται παθητικά. Αχ… εκείνα τ’ αξέχαστα τ’ απογέματα που τα ‘ζησα, τα χάρηκα κι αλίμονο… δεν θα τα ξαναζήσω…

Η Αγγελική Συρρή-Στεφανίδου γεννήθηκε στη Χίο, όπου και μεγάλωσε. Κατοικεί στον Πειραιά και έχει δύο κόρες. Από τα παιδικά της χρόνια, ασχολείται με τη συγγραφή ποιημάτων και πεζών, πολλά από τα οποία έχουν κατά καιρούς δημοσιευθεί.
Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει η συμμετοχή της στην “Ανθολογία των διηγηματογράφων της Χίου” (1988) που επιμελήθηκε ο Γιώργης Δηλμπόης.
Η δεύτερη ποιητική της συλλογή, “Κορμοράνοι ΙΙ” (1991) τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο σε Πανελλήνιο Διαγωνισμό Ποίησης. Τα μυθιστορήματά της “Εκείνη που έπρεπε να φύγει” (2001), το οποίο απέσπασε το πρώτο βραβείο από τη Διεθνή Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, και “Της στεριάς τα κύματα” (2002) που βραβεύτηκε από την Εταιρεία των Ελλήνων Λογοτεχνών και το “Και… μην ορκίζεσαι” (2004) κυκλοφορούν από την Εμπειρία Εκδοτική.

Συγγραφέας: Συρρή – Στεφανίδου Αγγελική
Εκδότης: Λεξίτυπον
Έτος έκδοσης: 2014
ISBN: 618-5087-23-4
Σελίδες: 480
Σχήμα: 21×14
Κατηγορίες: Νεοελληνική πεζογραφία – Αφήγημα

Τιμή σε ιστοσελίδες: 17.25 €