Η Σταύρωση καθώς πράγματι συνέβη

Περιγραφή
Μέσα σ’ ένα συνεχές κλίμα ειρωνείας ιδεών και πραγμάτων, υπαινικτικότητας και συμβολισμού, άλλοτε καινοτομεί, άλλοτε επαναλαμβάνει -στις λιγότερες περιπτώσεις- καινοτομίες άλλων έργων, π.χ., χλευάζει τα συμβατικά στοιχεία της παράστασης, ενώ βρίσκει τρόπους συμμετοχής του κοινού σ’ αυτή- αναμειγνύει τις εποχές για να δώσει τη διαχρονικότητα, στη μόνη χρονική πραγματικότητα που πρέπει να στεκόμαστε με αξιώσεις: “υποχρεώνει” τους ηθοποιούς να αλλάζουν τους ρόλους τους, ώστε ο θεατής σε καμιά περίπτωση να μην επικεντρώνεται στον ηθοποιό, αλλά στην πραγματική ιδέα που αυτός εκφράζει- εμφανίζει τα δρώμενα του παρασκηνίου στη σκηνή ως κανονικές πράξεις του θεατρικού έργου θεωρώντας τα έτσι εξίσου σημαντικά με τα θεατρικά δρώμενα, εφόσον στο παρασκήνιο είναι πραγματικά. Κι ακόμη χρησιμοποιεί στοιχεία του παράλογου θεάτρου για να συγκεκριμενοποιήσει το αφηρημένο – ώστε να “παίζει” πιο κοντά με την πραγματικότητα- μπορεί ακόμη να διακόψει και την παράσταση προκειμένου να συζητηθεί το έργο ή οτιδήποτε, μια και στο διάλογο ως θεατρικό μέσο, δίνει τη μεγαλύτερη σημασία.
Επί πλέον ο συγγραφέας πιστεύει ότι εκείνο που πρέπει να κυριαρχεί στο θεατρικό έργο δεν είναι η σύγκρουση πράξεων, αλλά η σύγκρουση ιδεών. Η σύγκρουση των πράξεων υπάρχει επειδή προϋπάρχει η σύγκρουση των ιδεών. Το τέλος της σύγκρουσης των ιδεών θα αποτελούσε ένα μεγάλο βήμα στην προσπάθεια του εκμηδενισμού και των άλλων ανθρώπινων συγκρούσεων. Αυτό αφορά βέβαια και τις ιδεοληψίες, όχι μόνο τις μεγάλες ιδέες. Μ’ αυτή την έννοια, λοιπ;όν, το θέατρο, εφόσον θέλει να υπάρχει, θα πρέπει να εκμεταλλευτεί το διάλογο ώστε να προσφέρει στο βάθεμα της σκέψης, δηλ. στην ελαχιστοποίηση των ανθρώπινων συγκρούσεων. Κάθε θεατρικό έργο όμως δεν θα πρέπει να επικεντρώνεται σε όσο το δυνατόν λιγότερες ιδέες χάρη των δρώμενων, αλλά σε όσο το δυνατόν περισσότερες, υποτάσσοντας έστω τη δράση στη σκέψη. Έτσι ολοκληρώνει τις απόψεις του ο Π. Μ., επαναλαμβάνοντας ωστόσο, ότι το ίδιο το Θέατρο πρέπει να διαρρήξει τις σχέσεις του με τις όποιες συμβατικές ή περίπου τις συμβατικές μορφές της θεατρικής πράξης, φθάνοντας σ’ ένα Θέατρο πραγματικών συγκρούσεων μες στην “πραγματική πραγματικότητα” (οι τελευταίες αυτές απόψεις διατυπώνονται στο έργο του “Θίασος εναντίον θεάτρου”).Ο Παναγιώτης Μπούρας εννήθηκε στην Πρέβεζα το 1946, όπου και τέλειωσε τις εγκύκλιες σπουδές (1964). Την ίδια χρονιά πέτυχε με υποτροφία στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας απ’ όπου πήρε το πτυχίο της ιστορίας και της αρχαιολογίας (1969). Αμέσως μετά παρακολουθεί μαθήματα νομικής και μουσικής που εγκαταλείπει, όμως, σύντομα θεωρώντας ως “μοναδική επιστήμη τη φιλοσοφία, και καμιά τέχνη” (Αρχίζει το σχεδίασμα της Μη αναγκαιότητας της Τέχνης). Για μια δεκαετία (1982 -1992) εγκαταλείπει και τη φιλοσοφία χάρη της “ωφελιμότερης” παιδαγωγικής ψυχολογίας (μεταπτυχιακά), για να οδηγηθεί όμως τελικά στην αμφισβήτηση του σχολείου (“Το σχολείο που χάνεται”), και να επανέλθει στη φιλοσοφία για την ολοκλήρωση μόνο του προσχεδιασμένου αισθητικού του έργου. Την ίδια “πρακτική” εποχή συμμετέχει στην επιτροπή μεταγλώττισης της Ιστορίας του ελληνικού έθνους του Κ. Παπαρρηγόπουλου που εξέδωσε η εκδοτική εταιρεία Κάκτος. Ξεκίνησε να εργαστεί ως κλασικός φιλόλογος σε φροντιστήρια ανωτάτης εκπαίδευσης (1972-1976), αλλά τελικά ως εκπαιδευτικός υπηρέτησε όλους τους χώρους της μέσης παιδείας. Η φροντιστηριακή του εργασία απέφερε ανάλογα γλωσσολογικά κείμενα (Άρθρα του για την παιδεία βρίσκονται διάσπαρτα στον τύπο). Το 1987 απορρίπτει πρόταση να διδάξει με ανάθεση για κάποιο διάστημα την έδρα της παιδαγωγικής ψυχολογίας σε νεοσύστατο πανεπιστημιακό τμήμα, ενώ απ’ το 1991 άρχισε να διδάσκει θεωρία δράματος σε ανώτερες θεατρικές σχολές με την προσωπική του μεθοδολογία, εργασία που όμως δεν ευδοκίμησε (αποκύημα της Μη αναγκαιότητας της Τέχνης). Συμμετέχοντας στους συνδικαλιστικούς αγώνες του κλάδου του και από τα ιδρυτικά μέλη των κ.ο. του πα.σο.κ. εκλέχτηκε μέχρι τομεάρχης των εκπαιδευτικών (1977) αλλά δεν αποδέχτηκε την εκλογή αυτή. Με την άνοδο του πα.σο.κ στην εξουσία υπήρξε σύμβουλος της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου παιδείας μέχρι το 1987, απ’ όπου παραιτήθηκε, μη συμφοννώντας με την κυβερνητική πολιτική, παραιτούμενος λίγο αργότερα και από το κόμμα. Στην πολιτική κρίση του 1988, αφού αρχικά ενεργοποιήθηκε στην κατεύθυνση της απόσχισης του “καθαρού” πα.σο.κ, στη συνέχεια τάχθηκε κατά του παλαιού του κόμματος, εκδίδοντας και το “Σοσιαλιστικό όραμα που έγινε εφιάλτης” (1989). Στη φοιτητική περίοδο, η συνεργασία του με την αριστερή κουλτούρα (κύρια, διακριθέντα ποιήματα σε φοιτητικούς διαγωνισμούς) του προξένησε ανάλογα προβλήματα στη διάρκεια της δικτατορίας του 1967-1974. Εξέδωσε όμως μόνο το ποιητικό “Λοιμική” (α’ εκδ. Κέδρος 1973, β’ εκδ. Δωδώνη 1992) που η κριτική το υποδέχτηκε θετικά. Εξέδωσε τα εξής έργα με πρωτότυπα θέματα: τη “Μη αναγκαιότητα της Τέχνης”, α΄ τομ. (α’ – β’ εκδ. Κέδρος 1982, γ’ εκδ. Δωδώνη 1992), που το ζητούμενο του προκάλεσε θετικές και αρνητικές αντιδράσεις, και απ’ το 1989, άρχισε να παρουσιάζει μια σειρά έργων (αρχικά εκτός εμπορίου), που τον οδήγησαν βαθμιαία στη “μη αναγκαιότητα της τέχνης”, και προς τούτο κυμαίνονται μεταξύ λογοτεχνίας και μη λογοτεχνίας: “Θίασος εναντίον θεάτρου”, “Είμαι ένα βιβλίο που δε γράφτηκα”, “Ποιήματα με. αριθμούς” (εκδ. Δωδώνη 1991), τα “Σκατά ή για τους σεμνότυφους τα Απόβλητα” (εκδ. Ελεύθερος Τύπος 1994).

Συγγραφέας: Μπούρας Παναγιώτης
Υπεύθυνος Σειράς: Βλαχιώτης Γεώργιος Α.
Εκδότης: Από Πρόθεση
Έτος έκδοσης: 1997
ISBN: 960-362-009-2
Σελίδες: 79
Σχήμα: 21χ14
Κατηγορίες: Νεοελληνικά θεατρικά έργα
Σειρές: Ελληνικό Θέατρο

Τιμή σε ιστοσελίδες: 7.83 €