Η γενιά του Μπλακ Άουτ

Περιγραφή
Μια μεγαλούπολη. Κατακαλόκαιρο. Μπλακ άουτ.
Το ρεύμα κόβεται. Καμία ενημέρωση, καμία πειστική εξήγηση, και καμία επίσημη πληροφόρηση για το πότε θα ξανάρθει. Κι όσο περνούν οι μέρες ο χρόνος αρχίζει να κυλάει ξανά στον ενεστώτα. Οι ρυθμοί χαλαρώνουν οι άνθρωποι μιλούν στον διπλανό τους κι όχι στο κινητό. Με την τηλεόραση κλειστή, οι οικογένειες βρίσκουν χρόνο να ξανασμίξουν. Ανακαλύπτουν ξανά το διάβασμα. Πλήθη εισρέουν με ευλάβεια σε μπορχεσιανές βιβλιοθήκες. Χάνονται στο εσωτερικό τους εξερευνώντας σκονισμένους τόμους υπό το φως των κεριών. Ταυτόχρονα, ελλοχεύει το χάος. Ομάδες αγανακτισμένων ατών σπάνε βιτρίνες και καίνε κτήρια. Αστυνομικά ελικόπτερα βουίζουν. Σκάνε δακρυγόνα. Γίνονται μικροκλοπές. Η έννομη τάξη καταστρατηγείται. Οι άνθρωποι ξεσπούν τη μανία τους στις βιτρίνες, σε κάδους σκουπιδιών, σε καζίνο. Και στην περίλαμπρη μητρόπολη της πρωτεύουσας, με θλιβερή επισημότητα, γίνονται λιτανείες για να ξανάλθει το φως. Σ’ αυτές τις συνθήκες, της σχόλης και της καταστροφής, της χαράς και της απόγνωσης, στην παροπλισμένη μεγαλούπολη, θα γνωριστούν ο Ανέστης και η Ζωή. Εκείνη, κυνηγημένη από το παρελθόν. Εκείνος, προσπαθώντας να ξεφύγει από τον εαυτό του. Και…
Στη Γενιά του Μπλακ Άουτ ανήκουν αυτοί που βρέθηκαν – βρίσκονται – να ζήσουν σε έναν κόσμο στον οποίο – συμβολικά και κυριολεκτικά – κόπηκε το ζωοποιό ρεύμα. Οι προσδοκίες των γονιών τους για περίλαμπρη καριέρα μετά τις σπουδές ακυρώθηκαν. Το όνειρο της επαγγελματικής αποκατάστασης μετατράπηκε απροσδόκητα σε εφιάλτη.
Είδαν – βλέπουν – τον κόσμο να ακινητοποιείται αργά, σαν σκουριασμένη ατμομηχανή. Αναρωτήθηκαν – αναρωτιούνται – ποιο είναι το μέλλον τους. Αγανάκτησαν. Γέμισαν πλατείες. Σπάσαν βιτρίνες. Φώναξαν. Πότισαν δακρυγόνα. Έκλαψαν τεχνητά – όλα άλλωστε τεχνητά τα μάθανε – όσο καμιά άλλη γενιά.
Μετά – τότε – ανακάλυψαν τα θετικά της κρίσιμης κατάστασης που ζούσανε – ζουν. Κλείσαν τους υπολογιστές. Γέμισαν τις πλατείες και τα πάρκα με διάθεση γιορτινή. Βγάλαν τις μάσκες της καταπιεστικής τους επαγγελματικής ταυτότητας και αναρωτήθηκαν ποιοι πραγματικά ήταν – είναι. Πιαστήκαν χέρι χέρι και ερωτεύτηκαν. Ωρίμασαν απότομα- και κάπως ατσούμπαλα έτσι άλλωστε, όλα τα έκαναν. Και κάναν παιδιά. Στη Γενιά του Μπλακ Άουτ ανήκουν κι αυτά τα παιδιά.Ο Σπύρος Παλούκης γεννήθηκε το 1980 στην Έδεσσα. Σπούδασε πληροφορική στο ΤΕΙ Θεσσαλονίκης και φωτογραφία στο εργαστήρι Stereosis, και έκανε μεταπτυχιακό στις αμερικανικές σπουδές στο Βέλγιο (University of Antwerp). Από το 2006 εργάζεται ως freelance φωτογράφος και συγγραφέας, ενώ είναι ο ιδιοκτήτης του εκδοτικού οίκου Μαγικό Κουτί & Fata Morgana (www.themagicbox.gr). Φωτογραφίζει και εκθέτει στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και στο παρελθόν έχει βραβευτεί σε διάφορους διαγωνισμούς, με σημαντικότερη την κατάληψη της δεύτερης θέσης στον διαγωνισμό της Ε.Ε. Cantaria+10 με θέμα “φιλία”. Επίσης, συγκαταλέχθηκε στους δέκα καλύτερους νέους Έλληνες φωτογράφους από το Φωτογραφικό Κέντρο Αθηνών, κατά τη διάρκεια του Διεθνή Μήνα Φωτογραφίας 2008 (APhF:08). Το 2009 εξέδωσε το λεύκωμα “Έδεσσα”, μια φωτογραφική συνομιλία με τον γενέθλιο τόπο. Το επόμενο λεύκωμά του, “Daydreaming: εκατό Έλληνες του Βελγίου ονειρεύονται την Ελλάδα” (2010), εκδόθηκε σε πέντε γλώσσες και παρουσιάστηκε στο Ευρωκοινοβούλιο στις Βρυξέλλες, ενώ οι φωτογραφίες εκτέθηκαν στην 15η Biennale Νέων Μεσογείου στην Θεσσαλονίκη. Έχει γράψει τα βιβλία “Ο Καρλομάγνος και η κάμερα με τα μυστικά” (2008, υποψηφιότητα για βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του περιοδικού “Διαβάζω”), και “Η γενιά του Μπλάκ Άουτ” (μυθιστόρημα, 2011). Τον Δεκέμβριο του 2011 έλαβε μέρος στο 1ο Φεστιβάλ Νέων Λογοτεχνών που διοργάνωσε το ΕΚΕΒΙ, στο Ίδρυμα Κακογιάννη.

Συγγραφέας: Παλούκης Σπύρος
Εκδότης: Μαγικό Κουτί & Fata Morgana
Έτος έκδοσης: 2011
ISBN: 960-98850-4-7
Σελίδες: 232
Σχήμα: 20χ13
Κατηγορίες: Νεοελληνική πεζογραφία – Μυθιστόρημα

Τιμή σε ιστοσελίδες: 13.30 €