Δρόμος αντοχής

Περιγραφή
Ο συγγραφέας αφηγείται τη ζωή του τσέχου δρομέα μεγάλων αποστάσεων Εμίλ Ζάτοπεκ.Ο Ζάτοπεκ,που γεννήθηκε στη Μοραβία το 1922 και πέθανε στην Πράγα το 2000, άρχισε να ασκείται στους δρόμους αντοχής στη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής και, αρχής γενομένης το 1948, εξελίχθηκε σε παγκόσμια δόξα του στίβου (5.000 μέτρα, 10.000 μέτρα,μαραθώνιος), με αποκορύφωμα της σταδιοδρομίας του τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ελσίνκι (1952), όπου κατέκτησε τρία χρυσά μετάλλια.Το 1957 τον βρήκε αξιωματικό του τσεχοσλοβακικού στρατού, μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος και υπάλληλο του Υπουργείου Αμύνης. Μετά την καταστολή της “Άνοιξης της Πράγας”, εξαιτίας του ότι είχε ταχθεί ανοιχτά στο πλευρό του Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ, τον απέταξαν απ’ τον στρατό, τον διέγραψαν από το Κόμμα, τον εξανάγκασαν να κάνει την αυτοκριτική του, και
τον έστειλαν να δουλέψει σε ορυχεία ουρανίου…
* * *
Ο Echenoz επιλέγει μόνο μερικά σημαντικά επεισόδια από την αθλητική σταδιοδρομία του Ζάτοπεκ, κάποια γνωρίσματα του χαρακτήρα του, λίγα ανέκδοτα.Αυτό που κυρίως επιδιώκει είναι να δείξει τι τον ενέπνεε, ποιο ήταν το νόημα της προσπάθειας του ανθρώπου που πήρε την προσωνυμία “τσέχικη ατμομηχανή”. Με ανάλαφρες πινελιές, με διάθεση μεταξύ ειρωνείας και αγανάκτησης, περιγράφει το πολιτικό κλίμα της εποχής, τότε που μια λαϊκή δημοκρατία προσπαθούσε να επωφεληθεί από τις επιτυχίες του πρωταθλητή της.
Ο Echenoz δεν βλέπει στον Ζάτοπεκ τον νιτσεϊκό υπεράνθρωπο. Δεν επιχειρεί καμιά εξιδανίκευση. Αδιαφορεί για τον μύθο και τις ηρωικές αρετές.Αυτό που του αρέσει είναι τούτος ο άνθρωπος με το πλατύ χαμόγελο, ο γενναιόδωρος και πολύγλωσσος,που πιάστηκε στη μέγγενη του καθεστώτος.Του αρέσει η άχαρη πλευρά της προσπάθειας, ο πραγματικός πόνος, οι μορφασμοί, η περιφρόνηση του ωραίου στυλ.Πάνω απ’ όλα, η ελαφράδα και η χάρη, ο διασκελισμός και η εκτίναξη, ο τρόπος που ενώνονται τα αντίθετα σ’ ένα σώμα βαρύ, που υποφέρει.
Τελικά, γιατί όταν διαβάζουμε Echenoz -και ιδιαίτερα τον Δρόμο αντοχής-, αισθανόμαστε αυτή την απόλυτη αγαλλίαση;
Patrick Kechichian, Le MondeΑφού πέρασε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια στη Προβηγκία, ο Jean Echenoz (που γεννήθηκε το 1947 στην Orange) σπούδασε κοινωνιολογία στο Παρίσι και εργάστηκε στον ιατρικό- κοινωνικό τομέα. Καίτοι συγγραφέας που παραμένει πεισματικά εκτός των λογοτεχνικών κυκλωμάτων, δεν παύει να θεωρείται η αιχμή του δόρατος μιας νέας αβάν-γκαρντ, αν και οι πολεμικές συνδηλώσεις αυτού του όρου δεν δείχνουν να ταιριάζουν σε μια μυθιστοριογραφική παραγωγή που τοποθετείται υπό τον αστερισμό της ειρωνείας και της ελαφράδας. Και ακριβώς, το πρώτο μυθιστόρημα του Echenoz “Le Meridien de Greenwich” (1979), εντάσσεται στο κίνημα του Νέου Μυθιστορήματος: προτεραιότητα στις φορμαλιστικές αναζητήσεις, στην αφαιρετική αφήγηση, σε ποιητικούς, υφολογικούς και περιγραφικούς πειραματισμούς. ‘Ομως ο συγγραφέας δεν εξοβελίζει ούτε τους ήρωες ούτε την πλοκή: μιλάει για τη σύγχρονη πραγματικότητα, για την αισθητική και την κουλτούρα των παρισινών προαστίων, για μια αποπροσανατολισμένη κοινωνία συνηθισμένων ανθρώπων, χαμένων σ’ έναν τεχνοκρατικό κόσμο που δεν μπορούν να τον κατανοήσουν. Με το “Cherokee” (1983, Βραβείο Medicis), το “L equipee malaise” (1986) και το “Lac” (1989), ο στόχος αποσαφηνίζεται. Ο Echenoz δανείζεται την πλοκή των μυθιστορημάτων του από τα λογοτεχνικά είδη μαζικής κατανάλωσης: το αστυνομικό, το εξωτικό ή το μυθιστόρημα κατασκοπείας, και, παίζοντας με ό,τι πιόνια διαθέτει το αμφίσημο και το σκωπτικό, αξιοποιεί τα υλικά τους και μπλοκάρει τους μηχανισμούς τους. Ασκεί ανελέητη κριτική στις αντιλήψεις μας (για τη ζωή, το θάνατο, το κοινωνικό γίγνεσθαι, την ιστορία και την Ιστορία, τις ηθικές αξίες) έτσι όπως τις έχουν διαμορφώσει και παραμορφώσει ο σύγχρονος πολιτισμός μας, η εμπορική εκμετάλλευση των αναγκών και των επιθυμιών μας, η παγκοσμιοποίηση των εικόνων και των ήχων. Όμως, αντίθετα από τη στρατευμένη λογοτεχνία η οποία απλώς καταγγέλλει (και είναι πάντα ευάλωτη απ’ το σύστημα), ο Echenoz δε χρησιμοποιεί ρητορείες, αλλά το άκακο σκώμμα, το λογικό παράλογο, την περιγραφή έτσι όπως δεν την έχει φωτίσει κανείς άλλος, την απόκλιση μεταξύ πραγματικότητας και φραστικής της αναπαράστασης. Δεν αντιμάχεται τις εσφαλμένες αντιλήψεις· τις διαλύει μέσα στο παράξενο ή το ευτράπελο.
Το “Nous trois” (1992), το “Les grandes blondes” (1995), το “Un an” (1997) και το “Je m ‘en vais” (1999, Βραβείο Goncourt) σηματοδοτούν έναν καινούργιο σταθμό στην επινοητικότητα του Jean Echenoz, ο οποίος, χωρίς να εγκαταλείψει τα παιχνίδια του με τα λαϊκά είδη, το φωτορομάντζο, την επιστημονική φαντασία, το ρεπορτάζ, χωρίς να απαρνηθεί τις σκηνοθεσίες του της σύγχρονης κοινοτοπίας, εξαντλεί τον οίστρο και τη συγγραφική δεξιοτεχνία του στην ίδια την ύλη των αντιλήψεών μας: τη γλώσσα -τόσο τη γλώσσα των λέξεων και των φράσεων, όσο και τη γλώσσα του ηχητικού περιβάλλοντος που μας διαπερνά και μας τρέφει, τη γλώσσα των εικόνων και των ηλεκτρονικών υπολογιστών που μας μεταφέρουν (ίσως οριστικά) εκτός πραγματικότητας.
Η αλλοτρίωση, έτσι όπως την περιέγραφαν κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, έχει πάρει έκτοτε ένα άλλο πρόσωπο, αυτό της ανώνυμης, συλλογικής, απολυταρχικής υποδούλωσης των πράξεων, των σκέψεων και των αισθημάτων μας. Ο Echenoz αναζητεί ασταμάτητα μια γλώσσα -κατ’ ανάγκην ανάλαφρη, ευκίνητη, επινοητική, παράδοξη- που μπορεί να μείνει μακριά απ’ την τυραννία του μαζικού πολιτισμού.

Συγγραφέας: Echenoz Jean
Μεταφραστής: Κυριακίδης Αχιλλέας
Εκδότης: Πόλις
Έτος έκδοσης: 2010
ISBN: 960-435-262-8
Σελίδες: 162
Σχήμα: 21χ14
Κατηγορίες: Γαλλική πεζογραφία – Αφήγημα

Τιμή σε ιστοσελίδες: 9.85 €