Αναμνήσεις μιας ζωής

Περιγραφή

…Επί βουλγαρικής κατοχής έστελναν οι Βούλγαροι από κάθε ελληνικό σπίτι ανθρώπους για να δουλέψουν στο βουλγαρικό στρατό. Την επιχείρηση αυτή την είχαν αναλάβει δύο Βούλγαροι στρατηγοί· ο ένας λεγόταν Σωγκάτζφ και ο άλλος Κωλάτζωφ. Αυτοί πουλούσαν τις παραγωγές μας, που ήταν βαμβάκι και ηλιόσπορο για το βουλγαρικό στρατό. Τα στρέμματα ήταν πάρα πολλά. Τα είχαν κατασχέσει από τους τσιφλικάδες: περίπου 13.000 χιλιάδες στρέμματα από τον Τριαρίδη και 8.000 χιλιάδες στρέμματα από τον Αμερικάνο. Υπήρχαν και άλλα χιλιάδες στρέμματα που τα είχαν Τούρκοι, τα οποία, όμως, οι Βούλγαροι δεν τα πείραζαν λόγω φιλίας με αυτούς. Όλα αυτά ήταν χέρσα ακαλλιέργητα και για να τα οργώσουν, χρειάστηκαν να πάρουν όλα τα τρακτέρ από το Νομό, που στο σύνολό τους ήταν όλα επτά. Ανάμεσα σε αυτά ήταν και του πατέρα μου. Ως αμοιβή έδιναν οι Βούλγαροι το ανάλογο πετρέλαιο κίνησης ανάλογα με τα στρέμματα που οργώνονταν. Δε θυμάμαι ακριβώς πόσο τους έδιναν ανά στρέμμα, γιατί ήμουν τότε πολύ μικρός. Θυμάμαι, όμως, ότι ήταν ένας Ρώσος από την Ουκρανία, ο οποίος ήταν προϊστάμενος των Βουλγάρων, και μετρούσε τα στρέμματα κι έδινε το πετρέλαιο. Εκεί έπεφτε λίγο “λάδωμα”, δηλαδή έγραφε παραπάνω στρέμματα και με αυτόν τον τρόπο μπορούσαμε να ζήσουμε στην κατοχή προμηθευόμενοι περισσότερο πετρέλαιο. Στο τσιφλίκι του Αμερικάνου υπήρχαν καινούριες αποθήκες. Τα βράδια μας κρατούσαν και κοιμόμασταν μέσα, για να είμαστε πολύ πρωί στις δουλειές μας και να βγάζουμε περισσότερη δουλειά. Ένα βράδυ κάναμε μια τρύπα μέσα στις μπάλες, που ήταν τα βαμβάκια. Είχαμε συνεννοηθεί να το σκάσουμε, να φύγουμε τη νύχτα και να πάμε στα σπίτια μας να κοιμηθούμε. Η απόσταση ήταν περίπου 10 χιλιόμετρα. Αρχίσαμε ένας, ένας να βγαίνουμε και να πηγαίνουμε σ’ ένα χωράφι που ήταν σπαρμένο με ηλιόσπορο. Για κακή μας τύχη μας είδε ένας Βούλγαρος απάνω σ’ ένα καλοαναθρεμμένο άλογο και άρχισε να μας κυνηγά. Όπου μας έφτανε, μας χτυπούσε με το μαστίγιο και πέφταμε. Ήμασταν 10 παλικαράκια και θυμάμαι ο συγχωρεμένος Κώτσος ήταν λίγο χοντρός και δεν μπορούσε να τρέξει πολύ. Τον έπιασαν και τον πήγαν ξανά μέσα στην αποθήκη. Εγώ κρύφτηκα σ’ ένα ξεροπήγαδο. Γνώριζα την περιοχή πολύ καλά, γιατί ο πατέρας μου ήταν μόνιμα εκεί και όργωνε όλη μέρα από το πρωί ως το βράδυ….

Συγγραφέας: Κουτσούμπας Γιάννης
Εκδότης: Σπανίδης
Έτος έκδοσης: 2015
ISBN: 960-6653-87-2
Σελίδες: 122
Σχήμα: 14×21
Κατηγορίες: Αυτοβιογραφίες, Προσωπικές αφηγήσεις – Μαρτυρίες

Τιμή σε ιστοσελίδες: 9.58 €